φιλικός — friendly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλικός — ή, ό / φιλικός, ή, όν, ΝΜΑ [φίλος] αυτός που ανήκει και αναφέρεται στον φίλο ή στη φιλία ή αυτός που νιώθει και εκφράζει φιλία (α. «φιλικές σχέσεις» β. «φιλική συντροφιά» γ. «φιλική συμπεριφορά» δ. «ἀλλ ἐπὶ ταῡτα εὐθὺς οἰκοδομεῑτε ἄλλα φιλικὰ… … Dictionary of Greek
φιλικά — φιλικός friendly neut nom/voc/acc pl φιλικά̱ , φιλικός friendly fem nom/voc/acc dual φιλικά̱ , φιλικός friendly fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλικώτερον — φιλικός friendly adverbial comp φιλικός friendly masc acc comp sg φιλικός friendly neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάνος, Π — Φιλικός του οποίου το όνομα παραμένει άγνωστο. Το γεγονός ότι αρχίζει με το γράμμα Π αναφέρεται στο κρυπτογραφικό λεξικό της Φιλικής Εταιρείας. Ο φιλικός αυτός είχε το συνωμοτικό ψευδώνυμο Ανόητος … Dictionary of Greek
φιλικῶν — φιλικός friendly fem gen pl φιλικός friendly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλικόν — φιλικός friendly masc acc sg φιλικός friendly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλικώτατα — φιλικός friendly adverbial superl φιλικός friendly neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλικώτατον — φιλικός friendly masc acc superl sg φιλικός friendly neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αμούντσιας, Γεώργιος — Φιλικός από τη Μακρινίτσα. Ζούσε στη Μόσχα όπου ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Κομιτζόπουλο και προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες στον Αγώνα … Dictionary of Greek